- καβγατζής
- querelleur
Ελληνικό-Γαλλικό λεξικό. 2015.
Ελληνικό-Γαλλικό λεξικό. 2015.
καβγατζής — και καυγατζής, ο θηλ. καβγατζού αυτός που καβγαδίζει συχνά, επιρρεπής στους καβγάδες. [ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. επίθ. caνga ci < caνga «καβγάς»] … Dictionary of Greek
καβγατζής — ο θηλ. ού αυτός που αγαπάει τις φιλονικίες, τα τσακώματα: Οι καβγατζήδες τσακώνονται με το παραμικρό … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
-τζής — κατάλ. αρσ. ουσ. τής Νέας Ελληνικής η οποία προέρχεται από την τουρκ. κατάλ. ci και απαντά αρχικά σε ον. που έχουν εισαχθεί από την Τουρκική (πρβλ. καβγα τζής < τουρκ. kanga ci, χαλβα τζής < τουρκ. helva ci), στη συνέχεια, όμως, εξελίχθηκε… … Dictionary of Greek
αγωνιστικός — ή, ό (Α ἀγωνιστικός, ή, όν) [ἀγωνίζομαι] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε αθλητικούς αγώνες ή σε οποιονδήποτε αγώνα 2. ο κατάλληλος για αγώνες αρχ. 1. ο κατάλληλος για αγώνα λόγων, εριστικός 2. (και για λογοτεχνικό ύφος) έντεχνος, λαμπρός,… … Dictionary of Greek
αιτιάρης — [αιτία] 1. αυτός που ζητάει αφορμή για καβγά, φιλόνικος, καβγατζής 2. αυτός που έχει τάση να αρρωσταίνει, φιλάσθενος, καχεκτικός 3. (ιδιαίτερα) φυματικός, χτικιάρης … Dictionary of Greek
αντάμης — ο 1. θαρραλέος, παληκαράς 2. άνθρωπος φιλόνικος, καβγατζής. [ΕΤΥΜΟΛ. < αραβοτουρκ. adam. ΠΑΡ. αντάμικος] … Dictionary of Greek
γκρινιάρης — α, ικο [γκρίνια] 1. αυτός που συνεχώς παραπονείται 2. εριστικός, καβγατζής 3. το μωρό που συνεχώς κλαψουρίζει … Dictionary of Greek
καβγατζίδικος — και καυγατζίδικος, η, ο [καβγατζής] σχετικός με καβγά, εριστικός. επίρρ... καβγατζίδικα και καυγατζίδικα με εριστικό τρόπο … Dictionary of Greek
καυγατζής — ο, θηλ. καυγατζού βλ. καβγατζής … Dictionary of Greek
μαλωτής — μαλωτής, ὁ (Μ) [μαλώνω] καβγατζής … Dictionary of Greek
μαχητικός — ή, ό (Α μαχητικός, ή, όν) [μαχητής] 1. κατάλληλος για μάχη, πολεμικός (α. «δέδωκε γὰρ ἡ φύσις τοῑς μὲν ὄνυχας, τοῑς δὲ ὀδόντας μαχητικούς», Αριστοτ. β. «ο στρατός δεν ήταν εφοδιασμένος με μαχητικά αεροπλάνα») 2. αυτός που έχει κλίση για μάχη ή… … Dictionary of Greek